μετεωρολέσχης — star gazer masc nom sg μετεωρολεσχέω imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετεωρολέσχαι — μετεωρολέσχης star gazer masc nom/voc pl μετεωρολέσχᾱͅ , μετεωρολέσχης star gazer masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετεωρολεσχῶν — μετεωρολέσχης star gazer masc gen pl μετεωρολεσχέω pres part act masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετεωρολέσχαις — μετεωρολέσχης star gazer masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετεωρολέσχην — μετεωρολέσχης star gazer masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετεωρολέσχου — μετεωρολέσχης star gazer masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετεωρολέσχας — μετεωρολέσχᾱς , μετεωρολέσχης star gazer masc acc pl μετεωρολέσχᾱς , μετεωρολέσχης star gazer masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λέσχη — Ίδρυμα προορισμένο για την επιδίωξη πολιτικών ή κοινωνικών σκοπών, ή για την ψυχαγωγία ατόμων με τα ίδια ενδιαφέροντα, καθώς και το εντευκτήριο του ιδρύματος αυτού. Ιστορία. Η λ. στην αρχαία Ελλάδα ήταν ένα δημόσιο οίκημα με ελεύθερη είσοδο. Στην … Dictionary of Greek
μετέωρος — η, ο (ΑΜ μετέωρος, ον, Α επικ. τ. μετήορος, ον, δωρ. τ. πεδάωρος, ον Μ και μέτωρος, ον) 1. αυτός που αιωρείται πάνω από το έδαφος, που βρίσκεται ή γίνεται στον αέρα, εναέριος («σκέλεά δε... κατακρέμανται μετέωρα», Ηρόδ.) 2. αυτός που βρίσκεται σε … Dictionary of Greek
μεταρσιολέσχης — μεταρσιολέσχης, ὁ (Α) αυτός που αερολογεί σχετικά με τα υψηλά και ουράνια θέματα, ο μετεωρολέσχης* («τοὺς μεταρσιολέσχας ἅπαντας οἶσθα ζητοῡντας, πότερον ἄπειρός ἐστιν ἤ πέρας ἔχων», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μετάρσιος «ασταθής, μάταιος» + λεσχης… … Dictionary of Greek