μετεωρολέσχης

μετεωρολέσχης
μετεωρολέσχης, ὁ (Α)
1. αυτός που φλυαρεί για ουράνια φαινόμενα ή σώματα («καὶ τοὺς ὑπὸ τούτων ἀχρήστους λεγομένους καὶ μετεωρολέσχας τοῑς ὡς ἀληθῶς κυβερνήταις», Πλάτ.)
2. μετεωρολόγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετέωρον + -λέσχης (< λέσχη «συγκέντρωση, φλυαρία»), πρβλ. αδο-λέσχης, μεταρσιο-λέσχης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μετεωρολέσχης — star gazer masc nom sg μετεωρολεσχέω imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετεωρολέσχαι — μετεωρολέσχης star gazer masc nom/voc pl μετεωρολέσχᾱͅ , μετεωρολέσχης star gazer masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετεωρολεσχῶν — μετεωρολέσχης star gazer masc gen pl μετεωρολεσχέω pres part act masc nom sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετεωρολέσχαις — μετεωρολέσχης star gazer masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετεωρολέσχην — μετεωρολέσχης star gazer masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετεωρολέσχου — μετεωρολέσχης star gazer masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετεωρολέσχας — μετεωρολέσχᾱς , μετεωρολέσχης star gazer masc acc pl μετεωρολέσχᾱς , μετεωρολέσχης star gazer masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λέσχη — Ίδρυμα προορισμένο για την επιδίωξη πολιτικών ή κοινωνικών σκοπών, ή για την ψυχαγωγία ατόμων με τα ίδια ενδιαφέροντα, καθώς και το εντευκτήριο του ιδρύματος αυτού. Ιστορία. Η λ. στην αρχαία Ελλάδα ήταν ένα δημόσιο οίκημα με ελεύθερη είσοδο. Στην …   Dictionary of Greek

  • μετέωρος — η, ο (ΑΜ μετέωρος, ον, Α επικ. τ. μετήορος, ον, δωρ. τ. πεδάωρος, ον Μ και μέτωρος, ον) 1. αυτός που αιωρείται πάνω από το έδαφος, που βρίσκεται ή γίνεται στον αέρα, εναέριος («σκέλεά δε... κατακρέμανται μετέωρα», Ηρόδ.) 2. αυτός που βρίσκεται σε …   Dictionary of Greek

  • μεταρσιολέσχης — μεταρσιολέσχης, ὁ (Α) αυτός που αερολογεί σχετικά με τα υψηλά και ουράνια θέματα, ο μετεωρολέσχης* («τοὺς μεταρσιολέσχας ἅπαντας οἶσθα ζητοῡντας, πότερον ἄπειρός ἐστιν ἤ πέρας ἔχων», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μετάρσιος «ασταθής, μάταιος» + λεσχης… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”